- ἄνιππος
- ἄνιπποςwithout horsemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνιππος — η, ο (Α ἄνιππος, ον) αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα αρχ. 1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας 2. ανίκανος για ιππασία 3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων … Dictionary of Greek
ἄνιππον — ἄνιππος without horse masc/fem acc sg ἄνιππος without horse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίπποις — ἄνιππος without horse masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίππους — ἄνιππος without horse masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίππων — ἄνιππος without horse masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνιππα — ἄνιππος without horse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνιπποι — ἄνιππος without horse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
χερσάνιππος — ὁ, Α πεζός φρουρός περιοχής τής ερήμου, σε αντιδιαστολή προς τον έφιππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄνιππος «αυτός που δεν έχει άλογο»] … Dictionary of Greek